ταβλάς — ο, Ν βλ. ταμπλάς … Dictionary of Greek
τάβλας — τάβλᾱς , τάβλα tabula fem acc pl τάβλᾱς , τάβλα tabula fem gen sg (doric aeolic) τάβλᾱς , τάβλη tabula fem acc pl τάβλᾱς , τάβλη tabula fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TABULAE Lusus — apud Isidorum, Origin. l. 18. in Epigramm. veter. Tabula simpliciter, Graecis recentioribus quoque τάβλα, lusus est, qui in tabula calculis tesserisque peragebatur, Aleae nomine και ἐξοχην´ insignitus. Casum tabulae dixit Iuvenal. Sat. 1. v. 9.… … Hofmann J. Lexicon universale
τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… … Dictionary of Greek
ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… … Dictionary of Greek
Αυγέρης, Μάρκος — (Καρίτσα, Ήπειρος 1884 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του κριτικού λογοτεχνίας και ποιητή Γεωργίου Παπαδόπουλου. Φοίτησε στο γυμνάσιο στα τουρκοκρατούμενα Ιωάννινα, σπούδασε στην Αθήνα (ήρθε το 1901) γιατρός, και από το 1926 έως το 1947… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
tablă — TÁBLĂ1, table, s.f. 1. Placă metalică, de grosimi diferite, folosită la învelitul caselor, la fabricarea vaselor, a unor ambalaje şi a altor obiecte. 2. Placă de lemn, de piatră sau de metal pe care se scriu, se gravează sau se zugrăvesc anumite… … Dicționar Român
τάβλα — η (λ. λατ.) 1. σανίδα χοντρή. 2. στενόμακρο τραπέζι: Έχω τάβλα σήμερα (έχω καλεσμένους σε γεύμα). – Τραγούδια της τάβλας (τραγούδια σε φαγοπότι). – Έγινε τάβλα στο μεθύσι (μέθυσε τελείως, έγινε στουπί) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)